ἐπιπάλλω: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπάλλω:''' [[κραδαίνω]], [[επισείω]] προς ή [[εναντίον]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπιπάλλω:''' [[κραδαίνω]], [[επισείω]] προς ή [[εναντίον]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπάλλω:''' размахивать, потрясать (βέλη ἐπιπάλλων [[Ἄρης]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A brandish at or against, βέλη A.Ch.162 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 967] dazu schwingen, βέλη Aesch. Ch. 160; ἐπέπηλεν erkl. Hesych. ἐκλήρωσεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπάλλω: πάλλω πρός τινα ἢ ἐναντίον τινός, βέλη Αἰσχύλ. Χο. 161. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπέπηλεν· ἐκλήρωσεν».
French (Bailly abrégé)
brandir.
Étymologie: ἐπί, πάλλω.
Greek Monolingual
ἐπιπάλλω (Α) πάλλω
1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν
ἐκλήρωσεν».
Greek Monotonic
ἐπιπάλλω: κραδαίνω, επισείω προς ή εναντίον, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπάλλω: размахивать, потрясать (βέλη ἐπιπάλλων Ἄρης Aesch.).