ἐπιρρεπής: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιρρεπής:''' -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. [[proclivis]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐπιρρεπής:''' -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. [[proclivis]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιρρεπής:''' <b class="num">1)</b> наклонный, склонный (πρός τι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> благоприятный, благоприятствующий ([[ἐλπίς]] Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A inclining the balance, μνᾶς -έστερον βραχύ rather more than a mina in weight, Damocr. ap. Gal.13.919. II. leaning towards, prone to, πρός τι Luc.Hist.Conscr.60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.in CA3p.425M.; -εστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., ἐλπίδες -έστεραι favourable, Plb.1.55.1. Adv. -πῶς, ἔχειν πρός τι Arr.Epict.3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.Milt.61: Comp. -έστερον S.E.M.1.280: Sup. -έστατα Men.Prot.p.119 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρεπής: -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων πρός τι, Λατ. proclivis, πρός τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;
Cp. ἐπιρρεπέστερος.
Étymologie: ἐπιρρέπω.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπω
αυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτι («επιρρεπής στις ηδονές»)
μσν.
(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός.
επίρρ...
επιρρεπώς
με κλίση, με διάθεση για κάτι.
Greek Monotonic
ἐπιρρεπής: -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. proclivis, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρεπής: 1) наклонный, склонный (πρός τι Luc.);
2) благоприятный, благоприятствующий (ἐλπίς Polyb.).