ἑπταμόριον: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑπταμόριον:''' ή [[ἑπτά]]-οριον, τό, [[εφτά]] περιφέρειες, επικράτειες, διαμερίσματα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἑπταμόριον:''' ή [[ἑπτά]]-οριον, τό, [[εφτά]] περιφέρειες, επικράτειες, διαμερίσματα, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=the [[seven]] districts, Plut.
}}
}}

Revision as of 23:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπταμόριον Medium diacritics: ἑπταμόριον Low diacritics: επταμόριον Capitals: ΕΠΤΑΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: heptamórion Transliteration B: heptamorion Transliteration C: eptamorion Beta Code: e(ptamo/rion

English (LSJ)

τό, = Lat.

   A Septempagi, Plu.Rom.25.

German (Pape)

[Seite 1013] τό, das Siebentheil; bei Plut. Rom. 24 das lat. Septempagium, wofür ἑπταόριον, septimontium, vorgeschlagen ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταμόριον: ἢ ἑπταόριον, τό, τὰ ἑπτὰ διαμερίσματα, χώραν τε πολλὴν προέμενοι τῆς ἑαυτῶν, ἣν Σεπτεμπάγιον καλοῦσιν, ὅπερ ἐστὶν ἑπταμόριον Πλουτ. Ρωμ. 25, διαφ. γρ. ἑπταχώριον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
la septième partie.
Étymologie: ἑπτά, μόριον.

Greek Monotonic

ἑπταμόριον: ή ἑπτά-οριον, τό, εφτά περιφέρειες, επικράτειες, διαμερίσματα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

the seven districts, Plut.