εὐσκευέω: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσκευέω:''' (όπως αν προερχόταν από το <i>εὔ-σκευος</i>), είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''εὐσκευέω:''' (όπως αν προερχόταν από το <i>εὔ-σκευος</i>), είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσκευέω:''' быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: [[οὕτω]] μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσκευέω Medium diacritics: εὐσκευέω Low diacritics: ευσκευέω Capitals: ΕΥΣΚΕΥΕΩ
Transliteration A: euskeuéō Transliteration B: euskeueō Transliteration C: efskeveo Beta Code: eu)skeue/w

English (LSJ)

   A to be well equipped, S.Aj.823.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.

Greek Monotonic

εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσκευέω: быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.