εὐηνορία: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐηνορία:''' ἡ, [[γενναιότητα]], [[ανδρεία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''εὐηνορία:''' ἡ, [[γενναιότητα]], [[ανδρεία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐηνορία:''' дор. [[εὐανορία|εὐᾱνορία]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> мужская доблесть, мужество Eur.;<br /><b class="num">2)</b> pl. обилие мужественных людей Pind.
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηνορία Medium diacritics: εὐηνορία Low diacritics: ευηνορία Capitals: ΕΥΗΝΟΡΙΑ
Transliteration A: euēnoría Transliteration B: euēnoria Transliteration C: evinoria Beta Code: eu)hnori/a

English (LSJ)

Dor. εὐ-ᾱνορία, ἡ, (εὐήνωρ)

   A manliness, E.HF407 (lyr.): pl., Pi.O.5.20.

German (Pape)

[Seite 1067] ἡ, Mannhaftigkeit, Eur. Herc. Für. 406, in dor. Form, wie Pind. Ol. 5, 20, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηνορία: ἡ, (εὐήνωρ) ἡ τοῦ ἀνδρὸς ἀρετή, ἀνδρεία, γενναιότης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 407· οὕτως ὁ Πίνδ. ἐν Ο. 5. 21, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

εὐηνορία, δωρ. τ. εὐανορία, ἡ (Α) ευήνωρ
η ανδρεία, η γενναιότητα.

Greek Monotonic

εὐηνορία: ἡ, γενναιότητα, ανδρεία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐηνορία: дор. εὐᾱνορία
1) мужская доблесть, мужество Eur.;
2) pl. обилие мужественных людей Pind.