εὐφωνία: Difference between revisions
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐφωνία:''' ἡ, [[καλή]] [[φωνή]], σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐφωνία:''' ἡ, [[καλή]] [[φωνή]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφωνία:''' ἡ<b class="num">1)</b> красивый голос Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> благозвучие, стройность Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A goodness of voice, X.Mem.3.3.13, Arist.Pr.903b27; τόλμα καὶ εὐ., of an orator, Plu.2.838e. 2 excellence of tone, of horns, Arist. Aud.802b2. II euphony, D.H.Comp.25, Quint.1.5.4, Demetr.Eloc.68.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 belle ou forte voix;
2 harmonie, nombre oratoire.
Étymologie: εὔφωνος.
Greek Monolingual
η (Α εὐφωνία) εύφωνος
1. διαύγεια, καθαρότητα στη φωνή, γλυκιά, μελωδική φωνή («οὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.)
2. γραμμ. η αρμονική αλληλουχία τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν τὸ σέξτης λέγεται ξέστης», Μέγα Ετυμολογικόν)
νεοελλ.
καλή εκφώνηση τών λέξεων, μουσικότητα και ευρυθμία λαλιάς, καλή προφορά
αρχ.
η ηχηρότητα της φωνής, ο ισχυρός ήχος («πολὺ δὲ καὶ ἡ ὄπτησις ἡ τῶν κεράτων συμβάλλεται καὶ πρὸς εύφωνίαν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
εὐφωνία: ἡ, καλή φωνή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐφωνία: ἡ1) красивый голос Xen., Arst.;
2) благозвучие, стройность Plut.