εὐνέτης: Difference between revisions

From LSJ

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐνέτης:''' -ου, ὁ ([[εὐνή]]), = [[εὐναστήρ]], σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''εὐνέτης:''' -ου, ὁ ([[εὐνή]]), = [[εὐναστήρ]], σε Ευρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνέτης:''' ου ὁ супруг Eur., Anth.
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνέτης Medium diacritics: εὐνέτης Low diacritics: ευνέτης Capitals: ΕΥΝΕΤΗΣ
Transliteration A: eunétēs Transliteration B: eunetēs Transliteration C: evnetis Beta Code: eu)ne/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (εὐνή)

   A = εὐναστήρ, E.Or.1392 (lyr.), AP9.241 (Antip. <Thess.>):—fem. εὐνέτις, ιδος, Hp.Epid.7.42, A.R.4.96, etc.

German (Pape)

[Seite 1082] ὁ, Lagergenosse, Gemahl, Eur. Or. 1393 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνέτης: -ου, ὁ, (εὐνή) = εὐναστήρ, Εὐρ. Ὀρ. 1393, Ἀνθ. Π. 9. 241: - θηλ. εὐνέτις, ιδος, Ἱππ. 1221Ε, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 96, κλ.

Greek Monolingual

εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, -ιδος (ΑΜ) ευνή
ευναστήρ, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

εὐνέτης: -ου, ὁ (εὐνή), = εὐναστήρ, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐνέτης: ου ὁ супруг Eur., Anth.