εὐποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐποίκῐλος:''' очень пестрый ([[ἄνθος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίκῐλος Medium diacritics: εὐποίκιλος Low diacritics: ευποίκιλος Capitals: ΕΥΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: eupoíkilos Transliteration B: eupoikilos Transliteration C: efpoikilos Beta Code: eu)poi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.

Greek Monolingual

εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.

Greek Monotonic

εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).