3,243,477
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡδύπνοος:''' ([[πνέω]]), Δωρ. ἁδύπν-, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πνέει γλυκά, ο [[ευάρεστος]], σε Ευρ.· λέγεται για τον μουσικό ήχο, σε Πίνδ.· επίσης για τα όνειρα με καλούς οιωνούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[εύοσμος]], ο [[ευχάριστος]] στην [[οσμή]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἡδύπνοος:''' ([[πνέω]]), Δωρ. ἁδύπν-, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πνέει γλυκά, ο [[ευάρεστος]], σε Ευρ.· λέγεται για τον μουσικό ήχο, σε Πίνδ.· επίσης για τα όνειρα με καλούς οιωνούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[εύοσμος]], ο [[ευχάριστος]] στην [[οσμή]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡδύπνοος:''' стяж. [[ἡδύπνους]], дор. [[ἁδύπνοος]] 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> нежно обвевающий, тиховейный (αὖραι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> благоуханный, полный ароматов ([[μῆλον]], [[χῶρος]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> нежный, тихий ([[φωνή]] Pind.; ὀνείρατα Soph.). | |||
}} | }} |