ἡμιστρόγγυλος: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμιστρόγγῠλος:''' -ον, ο κατά το ήμισυ [[στρογγυλός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἡμιστρόγγῠλος:''' -ον, ο κατά το ήμισυ [[στρογγυλός]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμιστρόγγῠλος:''' полукруглый ([[τομή]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-round, Id.Ocyp. 97.
German (Pape)
[Seite 1170] halbrund, Luc. Ocyp. 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιστρόγγῠλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ στρογγύλος, τομή Λουκ. Ὠκυπ. 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié rond.
Étymologie: ἡμι-, στρογγύλος.
Greek Monolingual
ἡμιστρόγγυλος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ στρογγυλός, μισοστρόγγυλος.
Greek Monotonic
ἡμιστρόγγῠλος: -ον, ο κατά το ήμισυ στρογγυλός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιστρόγγῠλος: полукруглый (τομή Luc.).