ἠπιόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπιόχειρ:''' -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[χέρι]] που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἠπιόχειρ:''' -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[χέρι]] που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπιόχειρ:''' χειρος adj. чья рука дает успокоение, исцеляющий ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπιόχειρ Medium diacritics: ἠπιόχειρ Low diacritics: ηπιόχειρ Capitals: ΗΠΙΟΧΕΙΡ
Transliteration A: ēpiócheir Transliteration B: ēpiocheir Transliteration C: ipiocheir Beta Code: h)pio/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A with soothing hand, AP9.525.8, prob. in Orph.H.23.8, 84.8.

German (Pape)

[Seite 1175] ειρος, mit schmerzstillender, heilender Hand, heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 8).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπιόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
dont la main adoucit, soulage.
Étymologie: ἤπιος, χείρ.

Greek Monolingual

ἠπιόχειρ, ὁ, ἡ και ἠπιόχειρος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου το χέρι χαρίζει κατευνασμό και γαλήνηἠπιόχειρ Ἀπόλλων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + χειρ].

Greek Monotonic

ἠπιόχειρ: -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χέρι που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιόχειρ: χειρος adj. чья рука дает успокоение, исцеляющий (Ἀπόλλων Anth.).