θηλυκρατής: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηλυκρᾰτής:''' -ές ([[κρατέω]]), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θηλυκρᾰτής:''' -ές ([[κρατέω]]), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηλυκρᾰτής:''' властвующий над женщинами ([[ἔρως]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.
Greek Monolingual
θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. α-κρατής, εγ-κρατής].
Greek Monotonic
θηλυκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θηλυκρᾰτής: властвующий над женщинами (ἔρως Aesch.).