θηλυκρατής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλυκρᾰτής:''' -ές ([[κρατέω]]), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θηλυκρᾰτής:''' -ές ([[κρατέω]]), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλυκρᾰτής:''' властвующий над женщинами ([[ἔρως]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυκρᾰτής Medium diacritics: θηλυκρατής Low diacritics: θηλυκρατής Capitals: ΘΗΛΥΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: thēlykratḗs Transliteration B: thēlykratēs Transliteration C: thilykratis Beta Code: qhlukrath/s

English (LSJ)

ές,

   A swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.

Greek Monolingual

θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. α-κρατής, εγ-κρατής].

Greek Monotonic

θηλυκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηλυκρᾰτής: властвующий над женщинами (ἔρως Aesch.).