θηρίωσις: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηρίωσις:''' -εως, ἡ ([[θηριόω]]), η [[μετατροπή]] σε [[θηρίο]], σε Λουκ. | |lsmtext='''θηρίωσις:''' -εως, ἡ ([[θηριόω]]), η [[μετατροπή]] σε [[θηρίο]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηρίωσις:''' εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A turning into a beast, Luc. Salt.48.
German (Pape)
[Seite 1210] ἡ, Verwandlung in ein Thier, Luc. salt. 48.
Greek (Liddell-Scott)
θηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς θηρίον μεταβολή, Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
métamorphose en bête sauvage.
Étymologie: θηρίον.
Greek Monolingual
θηρίωσις, ἡ (Α) θηριώ
μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο.
Greek Monotonic
θηρίωσις: -εως, ἡ (θηριόω), η μετατροπή σε θηρίο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θηρίωσις: εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc.