κάταργμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάταργμα:''' τό ([[κατάρχω]] II),<br /><b class="num">1.</b> μόνο στον πληθ., [[κατάργματα]], πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κάταργμα:''' τό ([[κατάρχω]] II),<br /><b class="num">1.</b> μόνο στον πληθ., [[κατάργματα]], πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάταργμα:''' ατος τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> вступительная часть жертвенных даров (χέρνιβας καὶ [[κατάργματα]] εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (= ἀπαρχαί) приносимые в жертву первинки Plut.
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταργμα Medium diacritics: κάταργμα Low diacritics: κάταργμα Capitals: ΚΑΤΑΡΓΜΑ
Transliteration A: kátargma Transliteration B: katargma Transliteration C: katargma Beta Code: ka/targma

English (LSJ)

ατος, τό, only pl. κατάργματα,

   A first offerings (cf. κατάρχω 11.2), Χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα E.IT244, cf. Plu.Thes.22.

German (Pape)

[Seite 1374] τό, das, womit das Opfer angefangen, das Opferthier geweiht wird, neben χέρνιβες Eur. I. T. 233. – Die Erstlinge, die als Opfer dargebracht werden, Plut. Thes. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κάταργμα: τὸ˙- ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. κατάργματα, αἱ πρῶται προσφοραὶ (προβ. κατάρχω ΙΙ. 2), χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα, πιθ. αἱ οὐλοχύται, Εὐρ. Ι. Τ. 244˙ ὁ Wunder προτείνει κατάργμασιν ἀντὶ κατεύγμασιν ἐν Σοφ. Ο. Τ. 920. 2) οἱ διὰ τοιούτων θυσιῶν γινόμενοι καθαρμοί, Πλουτ. Θησ. 22.

Greek Monolingual

κάταργμα, τὸ (Α) κατάρχω
(μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματα
οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη της τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

κάταργμα: τό (κατάρχω II),
1. μόνο στον πληθ., κατάργματα, πρώιμες προσφορές, σε Ευρ.
2. εξαγνισμοί που γίνονται μέσω τέτοιων προσφορών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κάταργμα: ατος τό (только pl.)
1) вступительная часть жертвенных даров (χέρνιβας καὶ κατάργματα εὐτρεπῆ ποιεῖσθαι Eur.);
2) (= ἀπαρχαί) приносимые в жертву первинки Plut.