καταπηδάω: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] [[κάτω]] από..., σε Ξεν. | |lsmtext='''καταπηδάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πηδώ]] [[κάτω]] από..., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπηδάω:''' соскакивать, спрыгивать (ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:38, 31 December 2018
English (LSJ)
A leap down, ἀπὸ τοῦ ἵππου X.Cyr.7.1.38, cf. LXXGe.24.64, BGU1201.12 (i A. D.), Plu.Caes.49; ἐκ τοῦ ἵππου Charito 5.3; ἀφ' ὑψηλῶν Aen.Tact.22.19.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πηδάω), herabspringen; ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen. Cyr. 7, 1, 38; Plut. Caes. 49; ἐκ τοῦ ἵππου Charit. 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
καταπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ κάτω ἀπό τινος, ἀπὸ τοῦ ἵππου καταπηδήσας τις ἀναβάλλει αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ Ξεν. Κύρ. 7. 1, 38, πρβλ. Πλουτ. Καῖσ. 46· ἐκ τοῦ ἵππου Χαρίτων 5. 3· πρβλ. ἀποπηδέω καὶ ἀποθρώσκω· Σουΐδ. «καταπηδῶ», αἰτιατ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
sauter à bas, avec ἀπό τινος.
Étymologie: κατά, πηδάω.
Greek Monotonic
καταπηδάω: μέλ. -ήσομαι, πηδώ κάτω από..., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταπηδάω: соскакивать, спрыгивать (ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen., Plut.).