καταπηδάω
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
leap down, ἀπὸ τοῦ ἵππου X.Cyr.7.1.38, cf. LXX Ge.24.64, BGU1201.12 (i A. D.), Plu.Caes.49; ἐκ τοῦ ἵππου Charito 5.3; ἀφ' ὑψηλῶν Aen.Tact.22.19.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πηδάω), herabspringen; ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen. Cyr. 7, 1, 38; Plut. Caes. 49; ἐκ τοῦ ἵππου Charit. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
καταπηδῶ :
sauter à bas, avec ἀπό τινος.
Étymologie: κατά, πηδάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πηδάω omlaag springen:. καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἵππου nadat hij van zijn paard gesprongen was Xen. An. 1.8.28.
Russian (Dvoretsky)
καταπηδάω: соскакивать, спрыгивать (ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen., Plut.).
Greek Monotonic
καταπηδάω: μέλ. -ήσομαι, πηδώ κάτω από..., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ κάτω ἀπό τινος, ἀπὸ τοῦ ἵππου καταπηδήσας τις ἀναβάλλει αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ Ξεν. Κύρ. 7. 1, 38, πρβλ. Πλουτ. Καῖσ. 46· ἐκ τοῦ ἵππου Χαρίτων 5. 3· πρβλ. ἀποπηδέω καὶ ἀποθρώσκω· Σουΐδ. «καταπηδῶ», αἰτιατ.