καταπεφρονηκότως: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπεφρονηκότως:''' επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του [[καταφρονέω]], περιφρονητικά, σε Δημ. | |lsmtext='''καταπεφρονηκότως:''' επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του [[καταφρονέω]], περιφρονητικά, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπεφρονηκότως:''' adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of καταφρονέω,
A contemptuously, D.17.29, D.S.14.17, etc. II Adv.pf.part. Pass. καταπεφρονημένως,
A despisedly, v.l. for -μένος in Sch.Luc.Ind.10.
German (Pape)
[Seite 1369] adv. zum perf. act. von καταφρονέω, verächtlich; Dem. 17, 29; D. Sic. 14, 17 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καταπεφρονηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, μετὰ
French (Bailly abrégé)
adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονέω.
Greek Monolingual
καταπεφρονηκότως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, -ότος (μτχ. παρακμ. του καταφρονῶ «περιφρονώ»)].
Greek Monotonic
καταπεφρονηκότως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καταφρονέω, περιφρονητικά, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
καταπεφρονηκότως: adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.