καταφυλαδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφῡλᾰδόν:''' ([[φῦλον]]), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταφῡλᾰδόν:''' ([[φῦλον]]), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταφυλαδόν [κατά, φυλή] adv., per stam.
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφῡλᾰδόν Medium diacritics: καταφυλαδόν Low diacritics: καταφυλαδόν Capitals: ΚΑΤΑΦΥΛΑΔΟΝ
Transliteration A: kataphyladón Transliteration B: kataphyladon Transliteration C: katafyladon Beta Code: katafulado/n

English (LSJ)

Adv.

   A in tribes, by clans, Il.2.668, Opp.H.3.644.

Greek (Liddell-Scott)

καταφῡλᾰδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φῦλα ἢ φυλάς, κατὰ ἔθνη, Ἰλ. Β. 668˙ φάλαγγας ἀνδρῶν ἐρχομένων κ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 644.

French (Bailly abrégé)

adv.
par tribus.
Étymologie: κατά, φυλή, -δον.

Greek Monolingual

καταφυλαδόν (Α)
επίρρ. κατά φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυλαδόν «κατά φυλές»].

Greek Monotonic

καταφῡλᾰδόν: (φῦλον), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφυλαδόν [κατά, φυλή] adv., per stam.