κινηθμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῑνηθμός:''' ὁ ([[κινέω]]) = [[κίνησις]], [[κίνηση]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''κῑνηθμός:''' ὁ ([[κινέω]]) = [[κίνησις]], [[κίνηση]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κινηθμός -οῦ, ὁ [κινέω] beweging. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A motion, Pi.P.4.208.
German (Pape)
[Seite 1440] ὁ, = κίνησις; πετρᾶν Pind. P. 4, 208.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνηθμός: ὁ, = κίνησις, Πινδ. Π. 4. 370.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
mouvement.
Étymologie: κινέω.
English (Slater)
κῑνηθμός
1 movement συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν (P. 4.208)
Greek Monolingual
κινηθμός, ὁ (Α)
κίνηση, ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη- (πρβλ. ε-κινή-θην, παθ. αόρ. του κινῶ) + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός, ελκη-θμός)].
Greek Monotonic
κῑνηθμός: ὁ (κινέω) = κίνησις, κίνηση, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινηθμός -οῦ, ὁ [κινέω] beweging.