κόμιστρον: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόμιστρον:''' τό ([[κομίζω]]), στον πληθ. όπως το [[σῶστρα]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρωμή]] ή [[αμοιβή]] για [[διάσωση]] ζωής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμοιβή]] μεταφοράς, σε Ευρ.
|lsmtext='''κόμιστρον:''' τό ([[κομίζω]]), στον πληθ. όπως το [[σῶστρα]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρωμή]] ή [[αμοιβή]] για [[διάσωση]] ζωής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμοιβή]] μεταφοράς, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόμιστρον:''' τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> награда за доставку ([[κυνός]] = Κερβέρου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> награда за спасение (ψυχῆς Aesch.).
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμιστρον Medium diacritics: κόμιστρον Low diacritics: κόμιστρον Capitals: ΚΟΜΙΣΤΡΟΝ
Transliteration A: kómistron Transliteration B: komistron Transliteration C: komistron Beta Code: ko/mistron

English (LSJ)

τό (usu. in pl., sg. in SIG (v. infr.), Poll.7.133),

   A reward for saving, ψυχῆς κ. A.Ag.965.    2 reward for returning lost property, SIG1184.4 (Cnidus).    3 payment for maintenance (?), Leg.Gort.3.37.    II reward for bringing, E.HF1387.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Lohn, Dank für Errettung; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς Ἄργος συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.

Greek (Liddell-Scott)

κόμιστρον: τό, (κομίζω) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ σῶστρα, διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.

Greek Monotonic

κόμιστρον: τό (κομίζω), στον πληθ. όπως το σῶστρα,
I. πληρωμή ή αμοιβή για διάσωση ζωής, σε Αισχύλ.
II. αμοιβή μεταφοράς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κόμιστρον: τό (только pl.)
1) награда за доставку (κυνός = Κερβέρου Eur.);
2) награда за спасение (ψυχῆς Aesch.).