κολῳάω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κολῳάω:''' ([[κολῳός]]), [[διαπληκτίζομαι]], [[καβγαδίζω]], [[κατσαδιάζω]], [[αποπαίρνω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κολῳάω:''' ([[κολῳός]]), [[διαπληκτίζομαι]], [[καβγαδίζω]], [[κατσαδιάζω]], [[αποπαίρνω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κολῳάω:''' кричать, орать ([[Θερσίτης]] ἐκολῴα Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(κολῳός)
A brawl, scold, Il.2.212; Ion. κολῳέω Antim.37.
German (Pape)
[Seite 1476] lärmen, schelten, Il. 2, 212, vom Thersites; s. Buttmann Lexil. I p. 158 ff. – Vgl. κολῳός u. κολοιάω.
Greek (Liddell-Scott)
κολῳάω: (κολῳὸς) ἐρίζω μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, ὀνειδίζω, Ἰλ. Β. 212˙ Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ κολοιάω).
French (Bailly abrégé)
-ῳῶ;
pousser un cri rauque.
Étymologie: κολοιός.
English (Autenrieth)
(κολῳός), ipf. ἑκολῴᾶ: bawl, Il. 2.212†.
Greek Monotonic
κολῳάω: (κολῳός), διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, κατσαδιάζω, αποπαίρνω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κολῳάω: кричать, орать (Θερσίτης ἐκολῴα Hom.).