κώμυς: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κώμῡς:''' -ῦθος, ἡ, [[δεμάτιο]] σανού, άχυρου, Λατ. [[manipulus]], σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κώμῡς:''' -ῦθος, ἡ, [[δεμάτιο]] σανού, άχυρου, Λατ. [[manipulus]], σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κώμῡς:''' ῡθος ἡ связка, пучок (χόρτοιο Theocr.).
}}
}}

Revision as of 23:23, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώμῡς Medium diacritics: κώμυς Low diacritics: κώμυς Capitals: ΚΩΜΥΣ
Transliteration A: kṓmys Transliteration B: kōmys Transliteration C: komys Beta Code: kw/mus

English (LSJ)

ῡθος, ἡ,

   A bundle, truss of hay, etc., Cratin.299, Theoc.4.18: in pl., of bamboos, Agath.5.21.    II branch of laurel, placed before the gates, Hsch.    III κώμυς, ὁ, reed-bed, in pl., Thphr.HP4.11.1.

German (Pape)

[Seite 1545] υθος, 1) ἡ, Büschel, Bündel, χόρτοιο Theocr. 4, 18, Sp. – Nach Hesych. auch δάφνη, ἣν ἱστῶσι πρὸ τῶν πυλῶν. – 2) ὁ, eine Stelle, wo das Rohr mit den Wurzeln dicht verwachsen steht, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κώμῡς: -ῡθος, ἡ, δέμα, δεμάτιον χόρτου, κτλ., Λατ. manipulus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 157, Θεόκρ. 4, 18. ΙΙ. κλάδος δάφνης τεθειμένος πρὸ τῶν πυλῶν, Ἡσύχ. ΙΙΙ. κώμυς, ὁ, ἑλώδης τόπος ἔνθα κάλαμοι φύονται πυκνοὶ λίαν καὶ μὲ περιπεπλεγμένας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 1.

French (Bailly abrégé)

υθος (ὁ, ἡ)
1κώμυς botte de fourrage;
2κώμυς lieu planté de roseaux.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

κώμυς, -υθος, ἡ (Α)
1. δεμάτι, δέσμη («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι», Θεόκρ.)
2. κλάδος δάφνης
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κώμυθες
τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα qōm- της ΙΕ ρίζας gem- «συμπιέζω, εμποδίζω» και συνδέεται πιθ. με τα κῶμος, κώμη, κημός.

Greek Monotonic

κώμῡς: -ῦθος, ἡ, δεμάτιο σανού, άχυρου, Λατ. manipulus, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κώμῡς: ῡθος ἡ связка, пучок (χόρτοιο Theocr.).