λαικαστής: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαικαστής:''' -οῦ, ὁ, [[έκφυλος]], [[πόρνος]], σε Αριστοφ.· θηλ. [[λαικάστρια]], [[πόρνη]], [[εταίρα]], στον ίδ.
|lsmtext='''λαικαστής:''' -οῦ, ὁ, [[έκφυλος]], [[πόρνος]], σε Αριστοφ.· θηλ. [[λαικάστρια]], [[πόρνη]], [[εταίρα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαικαστής:''' οῦ ὁ развратник Arph.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαικαστής Medium diacritics: λαικαστής Low diacritics: λαικαστής Capitals: ΛΑΙΚΑΣΤΗΣ
Transliteration A: laikastḗs Transliteration B: laikastēs Transliteration C: laikastis Beta Code: laikasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A wencher, Ar.Ach.79:—fem. λαικ-άστρια, strumpet, ib.529, 537, Pherecr. 149, Men.Pk.235:—also λαικ-άς, άδος, Aristaenet.2.16 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, der Hurer, Ar. Ach. 79.

Greek (Liddell-Scott)

λαικαστής: -οῦ, ὁ, πόρνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 79· - θηλ. λαικάστρια, πόρνη, αἰσχρὰ γυνή, αὐτόθι 529, 537, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 8· - ὡσαύτως λαικάς, άδος, Ἀρισταίν. 2. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
prostitué.
Étymologie: λαικάζω.

Greek Monolingual

λαικαστής, ὁ (Α) λαικάζω
πόρνος («ἡμεῑς δὲ λαικαστάς γε καὶ καταπύγονας», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

λαικαστής: -οῦ, ὁ, έκφυλος, πόρνος, σε Αριστοφ.· θηλ. λαικάστρια, πόρνη, εταίρα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λαικαστής: οῦ ὁ развратник Arph.