λαώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾱώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[λαϊκός]], [[δημώδης]], [[κοινός]], Λατ. [[popularis]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''λᾱώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[λαϊκός]], [[δημώδης]], [[κοινός]], Λατ. [[popularis]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾱώδης:''' (все)народный (ἡ [[κλῆσις]] ἐν τοῖς δείπνοις Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱώδης Medium diacritics: λαώδης Low diacritics: λαώδης Capitals: ΛΑΩΔΗΣ
Transliteration A: laṓdēs Transliteration B: laōdēs Transliteration C: laodis Beta Code: law/dhs

English (LSJ)

ες, (λαός)

   A popular, Ph.1.80, Plu.Crass.3.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱώδης: -ες, (εἶδος) τοῦ λαοῦ, λαϊκή, Λατ. popularis, Πλουτ. Κράσσ. 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
populaire.
Étymologie: λαός, -ωδης.

Greek Monolingual

λαώδης, -ῶδες (Α) λαός
λαϊκός, του λαού, δημοτικός («ἡ μὲν κλῆσις ἦν ὡς τὰ πολλὰ δημοτικὴ καὶ λαώδης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λᾱώδης: -ες (εἶδος), λαϊκός, δημώδης, κοινός, Λατ. popularis, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱώδης: (все)народный (ἡ κλῆσις ἐν τοῖς δείπνοις Plut.).