λευκίτης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λευκίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''λευκίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λευκί¯της, ου, ὁ, = [[λευκός]], Theocr.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. -ᾱς, ὁ,
A = λευκός 11, of a ram, Theoc.5.147.
German (Pape)
[Seite 33] ὁ, = λευκός, Theocr. 5, 147.
Greek (Liddell-Scott)
λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, Θεόκρ. 5. 147.
Greek Monolingual
ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) λευκός
νεοελλ.
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών
αρχ.
(για κριάρι) λευκός.
Greek Monotonic
λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
λευκί¯της, ου, ὁ, = λευκός, Theocr.]