λιμνάς: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λιμνάς:''' -[[άδος]], ἡ, ποιητ. θηλ. του [[λιμναῖος]], σε Θεόκρ., Βάβρ.
|lsmtext='''λιμνάς:''' -[[άδος]], ἡ, ποιητ. θηλ. του [[λιμναῖος]], σε Θεόκρ., Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λιμνάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f озерная, водяная (νύμφαι Theocr.).
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνάς Medium diacritics: λιμνάς Low diacritics: λιμνάς Capitals: ΛΙΜΝΑΣ
Transliteration A: limnás Transliteration B: limnas Transliteration C: limnas Beta Code: limna/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, poet. fem. of λιμναῖος, Theoc. 5.17, Babr.115.1, Paus.3.7.4.

German (Pape)

[Seite 48] άδος, ἡ, p. fem. zu λιμναῖος, νύμφαι, Theocr. 5, 17.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ λιμναῖος, Θεόκρ. 5. 17, Βαβρ. 115. 1, Παυσ. 3. 7, 4.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de marais, d’étang.
Étymologie: λίμνη.

Greek Monolingual

λιμνάς, -άδος, ἡ (Α)
(ποιητ. θηλ.) βλ. λιμναίος.

Greek Monotonic

λιμνάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του λιμναῖος, σε Θεόκρ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

λιμνάς: άδος (ᾰδ) adj. f озерная, водяная (νύμφαι Theocr.).