λοξότης: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοξότης:''' -ητος, ἡ, πλάγια [[διεύθυνση]], [[πλαγιότητα]], [[λοξότητα]], σε Στράβ.
|lsmtext='''λοξότης:''' -ητος, ἡ, πλάγια [[διεύθυνση]], [[πλαγιότητα]], [[λοξότητα]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοξότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> косое направление или кривизна (τοῦ καυλοῦ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> запутанность, неясность (χρησμῶν Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξότης Medium diacritics: λοξότης Low diacritics: λοξότης Capitals: ΛΟΞΟΤΗΣ
Transliteration A: loxótēs Transliteration B: loxotēs Transliteration C: loksotis Beta Code: loco/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A obliquity, Str.2.1.37, Placit.5.9.2, Gem.2.24.    2 ambiguity, of oracles, Plu.2.409c.

Greek (Liddell-Scott)

λοξότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, πλαγία διεύθυνσις, πλαγιότης, Στράβ. 90, Πλούτ. 2. 906Β, κτλ. 2) σκολιότης, ἀσάφεια, ἐπὶ χρησμῶν, Πλούτ. 2. 409C.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 direction oblique;
2 fig. ambiguïté.
Étymologie: λοξός.

Greek Monotonic

λοξότης: -ητος, ἡ, πλάγια διεύθυνση, πλαγιότητα, λοξότητα, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

λοξότης: ητος ἡ
1) косое направление или кривизна (τοῦ καυλοῦ Plut.);
2) запутанность, неясность (χρησμῶν Plut.).