μακκοάω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακκοάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], είμαι [[ηλίθιος]], σε Αριστοφ.· μτχ. παρακ. <i>μεμακκοηκώς</i>, μένοντας [[αδρανής]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''μακκοάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], είμαι [[ηλίθιος]], σε Αριστοφ.· μτχ. παρακ. <i>μεμακκοηκώς</i>, μένοντας [[αδρανής]], στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακκοάω:''' [предполож. от имени глупой старухи Μακκώ] быть глупым: μεμακκοηκώς, v. l. μεμακκοᾱκώς Arph. поглупевший, отупевший. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾱ],
A to be stupid, μακκοᾷ καθήμενος Ar.Eq.396: pf. part. μεμακκοακώς (v.l. -ηκώς) sitting mooning, ib.62, cf. Com.Adesp. 1210, Luc.Lex.19.—Derived from Μακκώ, a stupid woman, by Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μακκοάω: μέλλ. -άσω [ᾱ]· ἀνοηταίνω, παραφρονῶ, μωραίνω, μακκοᾷ καθήμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 396· μετοχ. πρκμ. μεμακκοηκώς, καθήμενος καὶ ληρῶν, ἀνοηταίνων, αὐτόθι 62, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. - Καθ’ ἃ λέγεται, παράγεται ἐκ τοῦ Μακκώ, ὅπερ δηλοῖ ἀνόητον, βλακίζουσαν γυναῖκα, Σουΐδ.· οὕτω Λατ. maccus = stolidus παρ’ Ἀπουληΐῳ καὶ Maccus ἢ ἀδηφάγος ἐν τοῖς Fabulae Atellanae. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακοᾶν· παραφρονεῖν. προσποιεῖσθαι μὴ ἀκούειν».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être insensé, idiot.
Étymologie: DELG formation pop.
Greek Monotonic
μακκοάω: μέλ. -άσω [ᾱ], είμαι ηλίθιος, σε Αριστοφ.· μτχ. παρακ. μεμακκοηκώς, μένοντας αδρανής, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
μακκοάω: [предполож. от имени глупой старухи Μακκώ] быть глупым: μεμακκοηκώς, v. l. μεμακκοᾱκώς Arph. поглупевший, отупевший.