μάργαρον: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάργᾰρον:''' τό, = [[μαργαρίτης]], σε Ανακρεόντ. | |lsmtext='''μάργᾰρον:''' τό, = [[μαργαρίτης]], σε Ανακρεόντ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάργᾰρον:''' τό жемчужина, жемчуг Anacr., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = μαργαρίτης, Anacreont.22.14, PHolm.10.17,29.
German (Pape)
[Seite 95] τό, = μαργαρίτης, Anacr. 22, 14, Paul. Sil. 17 (V, 270).
Greek (Liddell-Scott)
μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, Ἀνακρεόντ. 22. 14, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8695. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
perle.
Étymologie: μάργαρος.
Greek Monotonic
μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, σε Ανακρεόντ.
Russian (Dvoretsky)
μάργᾰρον: τό жемчужина, жемчуг Anacr., Anth.