μελύδριον: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελύδριον:''' τό, υποκορ. του [[μέλος]] II, [[τραγουδάκι]], σε Θεόκρ., Βίωνα.
|lsmtext='''μελύδριον:''' τό, υποκορ. του [[μέλος]] II, [[τραγουδάκι]], σε Θεόκρ., Βίωνα.
}}
{{elru
|elrutext='''μελύδριον:''' τό песенка Arph., Theocr.
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελύδριον Medium diacritics: μελύδριον Low diacritics: μελύδριον Capitals: ΜΕΛΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: melýdrion Transliteration B: melydrion Transliteration C: melydrion Beta Code: melu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of μέλος A,

   A poor limb, M.Ant.7.68(pl.).    II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.

German (Pape)

[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.

Greek (Liddell-Scott)

μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.

Greek Monolingual

μελύδριον, τὸ (Α)
1. μικρό μέλος του σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῡ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.)
2. τραγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Greek Monotonic

μελύδριον: τό, υποκορ. του μέλος II, τραγουδάκι, σε Θεόκρ., Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

μελύδριον: τό песенка Arph., Theocr.