μειδιάω: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μειδιάω:''' = [[μειδάω]], μόνο στην Επικ. μτχ. [[μειδιόων]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''μειδιάω:''' = [[μειδάω]], μόνο στην Επικ. μτχ. [[μειδιόων]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μειδιάω:''' (ᾰ) (fut. μειδιάσω с ᾱ, aor. ἐμειδίασα, part. μειδιάων и [[μειδιόων]]) улыбаться Hom., Plat., Arph. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. μειδάω.
German (Pape)
[Seite 115] att. = μειδάω, w. m. vgl., wie Lob. Phryn. 82; μειδιόων, Il. 7, 212; μειδιῶσα, Ar. Thesm. 513; μειδιάσας, Plat. Phaed. 86 d; πάνυ μειδιάσας τῷ προσώπῳ – ἔφη Euthyd. 275 e; μειδιᾶν, Parm. 130 a; Folgde; übertr., μειδιᾷ πόντος Satyr. 6 (V, 6), u. a. sp. D., μειδιάᾳ ἄρουρα Qu. Sm. 9, 476. Es ist im Attischen allein, statt μειδάω, gebräuchlich, vgl. Lob. Phryn. p. 82.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. μειδιάσω, ao. ἐμειδίασα, pf. inus.
rire doucement, sourire.
Étymologie: cf. μειδάω.
Greek Monotonic
μειδιάω: = μειδάω, μόνο στην Επικ. μτχ. μειδιόων, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
μειδιάω: (ᾰ) (fut. μειδιάσω с ᾱ, aor. ἐμειδίασα, part. μειδιάων и μειδιόων) улыбаться Hom., Plat., Arph. etc.