μεσσόθεν: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(5)
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσσόθεν:''' ποιητ. αντί [[μεσόθεν]], επίρρ., από τη [[μέση]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μεσσόθεν:''' ποιητ. αντί [[μεσόθεν]], επίρρ., από τη [[μέση]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=from the [[middle]], Anth.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

μεσσόθεν: ποιητ. ἀντὶ μεσόθεν, ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· μετὰ γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D.

French (Bailly abrégé)

poét. p. μεσόθεν.

Greek Monolingual

μεσσόθεν (ποιητ. τ.) και μεσόθεν και μέσοθεν (Α)
επίρρ.
1. από τη μέση
2. στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος (βλ. λ. μέσος) + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκο-θεν)].

Greek Monotonic

μεσσόθεν: ποιητ. αντί μεσόθεν, επίρρ., από τη μέση, σε Ανθ.

Middle Liddell

from the middle, Anth.