μεσσόθεν

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσσόθεν Medium diacritics: μεσσόθεν Low diacritics: μεσσόθεν Capitals: ΜΕΣΣΟΘΕΝ
Transliteration A: messóthen Transliteration B: messothen Transliteration C: messothen Beta Code: messo/qen

English (LSJ)

poet. for μεσόθεν, Adv. from the middle, μ. ἰσοπαλές Parm. 8.44, cf. ARh. 1.1168; c. gen., μ. ὕλης AP 9.661 (Jul. Aeg.); μεσόθεν, Ti.Locr. 95e.

French (Bailly abrégé)

poét. p. μεσόθεν.

Greek (Liddell-Scott)

μεσσόθεν: ποιητ. ἀντὶ μεσόθεν, ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· μετὰ γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D.

Greek Monolingual

μεσσόθεν (ποιητ. τ.) και μεσόθεν και μέσοθεν (Α)
επίρρ.
1. από τη μέση
2. στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος (βλ. λ. μέσος) + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκοθεν)].

Greek Monotonic

μεσσόθεν: ποιητ. αντί μεσόθεν, επίρρ., από τη μέση, σε Ανθ.

Middle Liddell

from the middle, Anth.

German (Pape)

poet. = μεσόθεν.