μετεμβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετεμβαίνω:''' επιβιβάζομαι σε [[άλλο]] [[πλοίο]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''μετεμβαίνω:''' επιβιβάζομαι σε [[άλλο]] [[πλοίο]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετεμβαίνω:''' переходить, пересаживаться (εἰς [[λῃστρικόν]], εἰς πεντήρη Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A go on board another ship, Plu.Ant.66; εἰς λῃστρικόν Id.Luc.13.
German (Pape)
[Seite 158] (s. βαίνω), anderswo hineinsteigen; in ein Schiff, Plut. Luc. 13; Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
μετεμβαίνω: ἐμβαίνω εἰς ἕτερον πλοῖον, Πλουτ. Ἀντών. 67· εἰς λῃστρικὸν ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 13.
French (Bailly abrégé)
passer d’un vaisseau dans un autre.
Étymologie: μετά, ἐμβαίνω.
Greek Monolingual
μετεμβαίνω (Α)
μπαίνω σε άλλο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐμ-βαίνω «μπαίνω»].
Greek Monotonic
μετεμβαίνω: επιβιβάζομαι σε άλλο πλοίο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεμβαίνω: переходить, пересаживаться (εἰς λῃστρικόν, εἰς πεντήρη Plut.).