μετεκδύομαι: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετεκδύομαι:''' Μέσ., [[βγάζω]] τα ρούχα μου και φορώ άλλα (ανα)[[θεωρώ]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''μετεκδύομαι:''' Μέσ., [[βγάζω]] τα ρούχα μου και φορώ άλλα (ανα)[[θεωρώ]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετεκδύομαι:''' досл. переодеваться, перен. совлекать с себя, т. е. менять (τὴν [[ἑαυτοῦ]] φύσιν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A pull off one's own clothes and put on others, μ. τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα J.AJ6.14.2: metaph., ἐπιείκειαν μ. ib.6.12.7; μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Plu.Num.15
German (Pape)
[Seite 158] (s. δύω), ein Kleid nach dem andern ausziehen, wechseln, übertr., τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Plut. Num. 15.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκδύομαι: μέσ., ἀπεκδύομαι τὰ ἐνδύματά μου καὶ ἐνδύομαι ἄλλα, μ. βασιλικὴν ἐσθῆτα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14, 2· μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Πλουτ. Νουμ. 15· τὸ σχῆμα τοῦ φιλοσόφου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μαξ. Τυρ.
French (Bailly abrégé)
changer de vêtement.
Étymologie: μετά, ἐκδύω.
Greek Monolingual
μετεκδύομαι (Α)
1. βγάζω τα ενδύματά μου και φορώ άλλα
2. αλλάζω χαρακτήρα ή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»].
Greek Monotonic
μετεκδύομαι: Μέσ., βγάζω τα ρούχα μου και φορώ άλλα (ανα)θεωρώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεκδύομαι: досл. переодеваться, перен. совлекать с себя, т. е. менять (τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Plut.).