μητροπόλος: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μητροπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που φροντίζει τις μητέρες, επίθ. για την [[Εἰλείθυια]], [[προστάτιδα]] του τοκετού, σε Πίνδ. | |lsmtext='''μητροπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που φροντίζει τις μητέρες, επίθ. για την [[Εἰλείθυια]], [[προστάτιδα]] του τοκετού, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μητροπόλος:''' дор. μᾱτροπόλος 2 заботящийся о матерях, помогающий матерям ([[Ἐλείθυια]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ματρο-, ον,
A tending mothers, epith. of Eileithyia, Pi.P.3.9. II αἱ μ., = μέλισσαι 11.2, Hsch.
German (Pape)
[Seite 180] um die Mütter beschäftigt, d. i. ihnen beistehend, Eileithyia, Pind. P. 3, 9. – Nach Hesych. = μέλισσαι, Dienerinn der magna mater.
Greek (Liddell-Scott)
μητροπόλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Εἰλειθυίας, ἡ περιποιουμένη καὶ βοηθοῦσα τὰς μητέρας κατὰ τὸν τοκετόν, Πινδ. Π. 3. 15. ΙΙ. αἱ μ. = μέλισσαι (Ι. 2), Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend soin des mères.
Étymologie: μήτηρ, πολέω.
Greek Monolingual
μητροπόλος, δωρ. τ. ματροπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες κατά τον τοκετό
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μητροπόλοι
ιέρειες της μητέρας τών θεών, της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι), πρβλ. νυκτι-πόλος.
Greek Monotonic
μητροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που φροντίζει τις μητέρες, επίθ. για την Εἰλείθυια, προστάτιδα του τοκετού, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μητροπόλος: дор. μᾱτροπόλος 2 заботящийся о матерях, помогающий матерям (Ἐλείθυια Pind.).