μορέω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μορέω:''' ([[μόρος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] με κόπο και μόχθο, σε Ανθ.
|lsmtext='''μορέω:''' ([[μόρος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] με κόπο και μόχθο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μορέω:''' с усилием делать, изготовлять (τι Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορέω Medium diacritics: μορέω Low diacritics: μορέω Capitals: ΜΟΡΕΩ
Transliteration A: moréō Transliteration B: moreō Transliteration C: moreo Beta Code: more/w

English (LSJ)

(μόρος)

   A make with pain and toil, ὃν ἁπάτωρ . . μόρησε Dosiad. Ara8, cf. EM584.31 (sed leg. μόγησε) ; πυρὸς μεμορημένος αὐγαῖς, i. e. boiled over a fire, Nic.Al.229 (unless from μείρομαι (A), q. v.).

German (Pape)

[Seite 207] ist als Thema zu μεμόρηκα, Nic. Ther. 213, u. μεμόρημαι u. ä. angenommen worden, die unter μείρομαι nachzusehen sind, als praes. kommt das Wort nicht vor; E. M. führt auch μορῆσαι = κακοπαθῆσαι an; μόρησε = ἐπόνησε, Dosiad. ar. 2 (XV, 26).

Greek (Liddell-Scott)

μορέω: (μόρος) κάμνω τι μετὰ δυσκολίας καὶ μόχθου, ὃν ὡπάτωρ... μόρησε, ἐπόνησε, Ἀνθ. Π. 15. 26, 8· - περὶ τοῦ μεμόρημαι, ὅρα μείρομαι ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ ; 3 sg. ao. poét. μόρησε ;
travailler, se fatiguer, souffrir, ANTH. 15.26.8.
Étymologie: μόρος¹.
2-ῶ ; pf. μεμόρηκα, pf. pass. μεμόρημαι ;
partager, NIC.
Étymologie: μόρα.

Greek Monotonic

μορέω: (μόρος), μέλ. -ήσω, κάνω κάτι με κόπο και μόχθο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μορέω: с усилием делать, изготовлять (τι Anth.).