μετακαινίζω: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετακαινίζω:''' [[δημιουργώ]] [[κάτι]] νέο, [[ανακαινίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μετακαινίζω:''' [[δημιουργώ]] [[κάτι]] νέο, [[ανακαινίζω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετακαινίζω:''' обновлять, переделывать: τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Anth. (Эсхил) преобразовал сценическое искусство.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακαινίζω Medium diacritics: μετακαινίζω Low diacritics: μετακαινίζω Capitals: ΜΕΤΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: metakainízō Transliteration B: metakainizō Transliteration C: metakainizo Beta Code: metakaini/zw

English (LSJ)

   A model anew, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 147] umgestalten, μετεκαίνισεν τὰ κατὰ σκηνὴν Αἰσχύλος, Diosc. 17 (VII, 411).

Greek (Liddell-Scott)

μετακαινίζω: μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, καὶ τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Ἀνθ. Π. 7. 411.

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: μετά, καινίζω.

Greek Monolingual

μετακαινίζω (ΑM)
μεταβάλλω, αλλοιώνω, ανακαινίζω, ανανεώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + καινίζω (< καινός)].

Greek Monotonic

μετακαινίζω: δημιουργώ κάτι νέο, ανακαινίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μετακαινίζω: обновлять, переделывать: τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Anth. (Эсхил) преобразовал сценическое искусство.