ναύστολος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναύστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), αυτός που διασχίζει το [[νερό]], που μεταφέρεται [[διά]] θαλάσσης, που πλέει, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ναύστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), αυτός που διασχίζει το [[νερό]], που μεταφέρεται [[διά]] θαλάσσης, που πλέει, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναύστολος:''' отправленный в плавание, плывущий по морю ([[θεωρίς]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύστολος Medium diacritics: ναύστολος Low diacritics: ναύστολος Capitals: ΝΑΥΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: naústolos Transliteration B: naustolos Transliteration C: naystolos Beta Code: nau/stolos

English (LSJ)

ον,

   A dispatched or equipped as a ship, crossing the water, A.Th.858.

German (Pape)

[Seite 233] zu Schiffe fahrend; θεωρίς, Aesch. Spt. 940; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναύστολος: -ον, ὁ ἀποστελλόμενος ἢ ἐξηρτυμένος ὡς πλοῖον, ὁ διὰ θαλάσσης φερόμενος, πλέων (πρβλ. θεωρίς), Αἰσχύλ. Θήβ. 858.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va par mer, maritime.
Étymologie: ναῦς, στέλλω.

Greek Monolingual

ναύστολος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτός που διασχίζει τη θάλασσα μεταφέροντας φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -στολος (< στέλλω)].

Greek Monotonic

ναύστολος: -ον (στέλλω), αυτός που διασχίζει το νερό, που μεταφέρεται διά θαλάσσης, που πλέει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ναύστολος: отправленный в плавание, плывущий по морю (θεωρίς Aesch.).