μίν: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(5) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μίν:''' [ῐ],<br /><b class="num">I.</b> Ιων. αιτ. ενικ. της αντων. και των τριών προσ. (βλ. ἵ) σε όλα τα γένη, αντί <i>αὐτόν</i>, <i>αὐτήν</i>, [[αὐτό]]· [[πάντοτε]] εγκλιτ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· Δωρ. και Αττ. <i>νιν</i>· ο Όμηρ. συμπαραθέτει τα <i>μὶν αὐτόν</i>, αυτόν τον ίδιο, ως επιτετ. τύπο· [[αλλά]] το <i>αὐτόνμιν</i> είναι [[αυτοπαθής]] αντων., αυτός ο [[ίδιος]], αντί <i>ἑαυτόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] ως γʹ πρόσ. πληθ. αντί <i>αὐτούς</i>, <i>αὐτάς</i>, <i>αὐτά</i>. | |lsmtext='''μίν:''' [ῐ],<br /><b class="num">I.</b> Ιων. αιτ. ενικ. της αντων. και των τριών προσ. (βλ. ἵ) σε όλα τα γένη, αντί <i>αὐτόν</i>, <i>αὐτήν</i>, [[αὐτό]]· [[πάντοτε]] εγκλιτ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· Δωρ. και Αττ. <i>νιν</i>· ο Όμηρ. συμπαραθέτει τα <i>μὶν αὐτόν</i>, αυτόν τον ίδιο, ως επιτετ. τύπο· [[αλλά]] το <i>αὐτόνμιν</i> είναι [[αυτοπαθής]] αντων., αυτός ο [[ίδιος]], αντί <i>ἑαυτόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] ως γʹ πρόσ. πληθ. αντί <i>αὐτούς</i>, <i>αὐτάς</i>, <i>αὐτά</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μίν:''' (ῐ) эп.-ион. энклит. acc. sing. (реже pl.) к личному - у Her. тж. к возвратному - местоимению всех родов (= αὐτόν, αὐτήν, [[αὐτό]], ἑαυτόν - реже αὐτούς, αὐτάς, αύτά); в сочет. с μ. [[αὐτός]] сохраняет свое основное знач.: μὶν αὐτόν Hom. его самого; αὐτόν μ. Her. самого себя. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 188] ion. acc. sing. des pronom. der dritten Person durch alle drei Geschlechter, also = αὐτόν, αὐτήν, αὐτό, stets enclitisch, Hom. u. Her. oft (vgl. auch νίν); μὶν αὐτόν, ihn selbst, Il. 21, 245. 318 Od. 3, 327 u. sonst; in umgekehrter Folge, αὐτόν μιν, reflexiv, sich selbst, ἑαυτόν, Od. 4, 244; doch steht Il. 11, 117 αὐτήν μιν auch für μὶν αὐτήν. – Bei Her. 1, 11. 24. 45 u. öfter = ἑαυτόν. – Seltener wird es auch für den plur. gebraucht, also statt αὐτούς, αὐτάς, αὐτά, wie man Il. 12, 385. 19, 399 Od. 17, 268 erklären kann, obgleich es auch hier sing. zu sein scheint; sicherer bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 8. Vgl. Schol. Il. 1, 201, Apoll. Dysc. de pron. p. 368.
French (Bailly abrégé)
acc. sg. et rar. pl. d’un pron. ion. de la 3ᵉ pers., inus. aux autres cas;
1 pron. pers. lui, elle, cela ; qqf joint à αὐτόν : μὶν αὐτόν OD, αὐτόν μιν OD lui-même;
2 pron. réfléchi soi-même.
Étymologie: p. *μιμ, de *ἰμιμ, acc. sg. avec redoubl. du th. ἐ-, lui.
English (Autenrieth)
enclitic personal pronoun, acc. sing., him, her, it; it is sing., as always, in Od. 17.268, Od. 10.212, Il. 12.585 ; αὐτόν μιν together form a reflexive, Od. 4.244, not elsewhere.
Greek Monotonic
μίν: [ῐ],
I. Ιων. αιτ. ενικ. της αντων. και των τριών προσ. (βλ. ἵ) σε όλα τα γένη, αντί αὐτόν, αὐτήν, αὐτό· πάντοτε εγκλιτ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· Δωρ. και Αττ. νιν· ο Όμηρ. συμπαραθέτει τα μὶν αὐτόν, αυτόν τον ίδιο, ως επιτετ. τύπο· αλλά το αὐτόνμιν είναι αυτοπαθής αντων., αυτός ο ίδιος, αντί ἑαυτόν, σε Ομήρ. Οδ.
II. σπανίως ως γʹ πρόσ. πληθ. αντί αὐτούς, αὐτάς, αὐτά.
Russian (Dvoretsky)
μίν: (ῐ) эп.-ион. энклит. acc. sing. (реже pl.) к личному - у Her. тж. к возвратному - местоимению всех родов (= αὐτόν, αὐτήν, αὐτό, ἑαυτόν - реже αὐτούς, αὐτάς, αύτά); в сочет. с μ. αὐτός сохраняет свое основное знач.: μὶν αὐτόν Hom. его самого; αὐτόν μ. Her. самого себя.