μητρίς: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μητρίς:''' (ενν. <i>γῆ</i>), [[χώρα]], ο [[τόπος]] της μητέρας κάποιου (πρβλ. [[πατρίς]]), κρητική [[λέξη]] στον Πλάτ. | |lsmtext='''μητρίς:''' (ενν. <i>γῆ</i>), [[χώρα]], ο [[τόπος]] της μητέρας κάποιου (πρβλ. [[πατρίς]]), κρητική [[λέξη]] στον Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μητρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ (sc. γῆ) (крит.) Plat., Plut. = [[πατρίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
(sc. γῆ), ίδος, ἡ,
A one's mother country (cf. πατρίς), Cret. word in Pl.R.575d, Plu.2.792e, cf. Pherecr.220; μ. δέ τοι, οὐ πατρίς ἐστιν Epigr. ap. Paus.10.24.2.
German (Pape)
[Seite 179] ίδος, ἡ, tem. zum Vorigen, sc. γῆ, wie πατρίς, Mutterland; Plat. Rep. IX, 575 d; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μητρίς: (δηλ. γῆ) ὁ τόπος τῆς μητρός τινος (πρβλ. πατρίς), Κρητ. λέξ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575D, Πλούτ. 2. 792Ε· μητρίς δέ τοι, οὐ πατρίς ἐστιν Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 10. 24, 2.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. γῆ;
la terre natale.
Étymologie: μήτηρ.
Greek Monolingual
μητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ο τόπος γέννησης της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + επίθημα -ίδ-ς κατά το πατρίς.
Greek Monotonic
μητρίς: (ενν. γῆ), χώρα, ο τόπος της μητέρας κάποιου (πρβλ. πατρίς), κρητική λέξη στον Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μητρίς: ίδος (ῐδ) ἡ (sc. γῆ) (крит.) Plat., Plut. = πατρίς.