νίφα: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νίφα:''' [ῐ], [[τήν]], [[χιόνι]], αιτ. από ονομ. <i>νίψ</i>, που δεν απαντά, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νίφα:''' [ῐ], [[τήν]], [[χιόνι]], αιτ. από ονομ. <i>νίψ</i>, που δεν απαντά, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νίφα:''' (ῐ) acc. к *νίψ.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίφα Medium diacritics: νίφα Low diacritics: νίφα Capitals: ΝΙΦΑ
Transliteration A: nípha Transliteration B: nipha Transliteration C: nifa Beta Code: ni/fa

English (LSJ)

[ῐ], τήν,

   A snow, acc. from nom. νίψ, which is not found (cf. λίβα, λίπα), Hes.Op.535.

German (Pape)

[Seite 257] unregelmäßiger acc. sing. zu νιφάς, Schnee, wie von einem nom. νιψ Hes. O. 537.

Greek (Liddell-Scott)

νίφα: [ῐ], τήν, χιόνα, αἰτ. σχηματισθεῖσα ἐξ ὀνομ. νίψ, ἥτις δὲν εὑρίσκεται (πρβλ. λίβα, λίπα), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 533.

French (Bailly abrégé)

v. *νίψ.

Greek Monolingual

νίφα, τήν (Α)
(ποιητ. αιτ. του νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του ρ. νείφει «χιονίζει»].

Greek Monotonic

νίφα: [ῐ], τήν, χιόνι, αιτ. από ονομ. νίψ, που δεν απαντά, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νίφα: (ῐ) acc. к *νίψ.