νυκτίπλανος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτίπλᾰνος:''' -ον, αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''νυκτίπλᾰνος:''' -ον, αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτίπλᾰνος:''' Luc. = [[νυκτίπλαγκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A roaming by night, Orac. ap. Luc.Alex.54.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίπλᾰνος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα πλανώμενος, Λουκ. Ἀλεξ. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.
Greek Monolingual
νυκτίπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) -πλάνος (< πλανῶμαι)].
Greek Monotonic
νυκτίπλᾰνος: -ον, αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίπλᾰνος: Luc. = νυκτίπλαγκτος.