νεόποκος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόποκος:''' -ον, φρεσκοκουρεμένος, σε Σοφ. | |lsmtext='''νεόποκος:''' -ον, φρεσκοκουρεμένος, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόποκος:''' недавно состриженный ([[μαλλός]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A newly shorn, μαλλός S.OC475.
German (Pape)
[Seite 243] neu, eben erst abgeschoren, οἰὸς νεοπόκῳ μαλλῷ, Soph. O. C. 476, nach Canters Em. für νεοτόκῳ.
Greek (Liddell-Scott)
νεόποκος: -ον, ὁ νεωστὶ κουρευθείς, μαλλὸς Σοφ. Ο. Κ. 475.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fraîchement tondu.
Étymologie: νέος, πείκω.
Greek Monolingual
νεόποκος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα, φρεσκοκουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποκος (< ποκή < πέκω «κουρεύω»), πρβλ. έμ-ποκος, εύ-ποκος].
Greek Monotonic
νεόποκος: -ον, φρεσκοκουρεμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεόποκος: недавно состриженный (μαλλός Soph.).