ὀγδοήκοντα: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀγδοήκοντα:''' οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, [[ογδόντα]], Λατ. [[octoginta]], σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. και Δωρ. [[ὀγδώκοντα]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | |lsmtext='''ὀγδοήκοντα:''' οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, [[ογδόντα]], Λατ. [[octoginta]], σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. και Δωρ. [[ὀγδώκοντα]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀγδοήκοντα:''' стяж. [[ὀγδώκοντα]] οἱ, αἱ, τά indecl. восемьдесят Thuc. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A eighty, Th.5.47, etc. : Ion. and Dor. ὀγδώκοντα Il.2.568, Hdt.1.163, Theoc.4.34 ; ὀδώκοντα Ostr. 323.6 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 290] achtzig, Thuc. 5, 47 u. sonst; auch zusammengezogen ὀγδώκοντα; ὀγδοηκονταέξ, 86, LXX., u. so die anderen Zahlen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδοήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτ., ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ὀγδῶντα», Λατ. octoginta, Θουκ. 5. 47, κτλ.· Ἰων. καὶ Δωρ. ὀγδώκοντα, Ἰλ. Β. 568, Ἡρόδ. 1. 163, Θεόκρ. 4. 34.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
quatre-vingts.
Étymologie: ὀκτώ, -κοντα.
English (Strong)
from ὄγδοος; ten times eight: fourscore.
Greek Monolingual
οι, τα (ΑΜ ὀγδοήκοντα, οἱ, αἱ, τά)
βλ. ογδόντα.
Greek Monotonic
ὀγδοήκοντα: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, ογδόντα, Λατ. octoginta, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. και Δωρ. ὀγδώκοντα, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοήκοντα: стяж. ὀγδώκοντα οἱ, αἱ, τά indecl. восемьдесят Thuc. etc.