οἰκτειρέω: Difference between revisions
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
(5) |
(1ba) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκτειρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, μεταγεν. [[τύπος]] του [[οἰκτείρω]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''οἰκτειρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, μεταγεν. [[τύπος]] του [[οἰκτείρω]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[οἰκτειρέω]], fut. -ήσω later form of [[οἰκτείρω]], NTest.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:25, 10 January 2019
English (LSJ)
or οἰκτ-ηρέω,
A v. οἰκτίρω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτειρέω: μεταγενέστ. τύπος τοῦ οἰκτείρω, ἀλλ’ ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ μέλλοντι οἰκτειρήσω Σχόλ. Ὀδ. Δ. 740, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 13, 14), Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ᾠκτείρησσα Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 353· παθ. ἀόρ. οἰκτειρηθῆναι αὐτόθι. 637. - Ἐντεῦθεν οἰκτείρημα, τό, = οἰκτιρμός, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΗ΄, 3), Καιν. Διαθ.· οἰκτείρησις, εως, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 741.
Greek Monotonic
οἰκτειρέω: μέλ. -ήσω, μεταγεν. τύπος του οἰκτείρω, σε Καινή Διαθήκη