ὀλιγόσιτος: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγόσῑτος:''' -ον, αυτός που τρώει λίγο, [[λιγόφαγος]]. | |lsmtext='''ὀλῐγόσῑτος:''' -ον, αυτός που τρώει λίγο, [[λιγόφαγος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀλῐγό-σῑτος, ον,<br />[[eating]] [[little]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A eating little or moderately, Pherecr.1, Phryn.Com.23.
German (Pape)
[Seite 322] wenig essend, Pherecrat. bei Ath. VI, 248 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὀλίγον ἢ μετρίως, Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 1, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 5. - ὀλῐγοσῑτέω, τρώγω ὀλίγον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 769 - ὀλῐγοσῑτία, ἡ, τὸ ἐσθίειν ὀλίγον, ἐγκράτεια περὶ τὴν τροφήν, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 10, 9, Προβλ. 1. 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange peu, sobre, frugal.
Étymologie: ὀλίγος, σῖτος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλιγόσιτος, -ον)
αυτός που αρκείται σε λίγο φαγητό, λιγόφαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σίτος (< σῖτος), πρβλ. ομό-σιτος].
Greek Monotonic
ὀλῐγόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει λίγο, λιγόφαγος.