ὀλετήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλετήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ὄλλυμι]]), [[καταστροφέας]], [[φονιάς]], σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. [[ὀλέτειρα]], σε Βάβρ., Ανθ.
|lsmtext='''ὀλετήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ὄλλυμι]]), [[καταστροφέας]], [[φονιάς]], σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. [[ὀλέτειρα]], σε Βάβρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλετήρ:''' ῆρος ὁ (по)губитель, убийца (φίλης κεφαλῆς Hom.).
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλετήρ Medium diacritics: ὀλετήρ Low diacritics: ολετήρ Capitals: ΟΛΕΤΗΡ
Transliteration A: oletḗr Transliteration B: oletēr Transliteration C: oletir Beta Code: o)leth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A destroyer, murderer, Il.18.114, Alcm.43, Nic.Th. 735, etc. :—fem. ὀλέτειρα, Batr.117, Euph.3, AP11.424 (Piso).

German (Pape)

[Seite 319] ῆρος, ὁ, der Verderber, Mörder; Il. 18, 114; sp. D., Antp. Sid. 18 (VI, 115), Ep. ad. 361 (IX, 686); Nonn.; die Form ὀλητήρ bei Hesych. ist schwerlich richtig.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλετήρ: -ῆρος, ὁ, (√ΟΛ, ὄλλυμι), ὁ καταστροφεύς, φονεύς, Ἰλ. Σ. 114, Ἀλκμὰν 27, Νικ. Θηρ. 735, κτλ.· - θηλ. ὀλέτειρα, Βαβρ. 117, Ἀνθ. Π. 11. 424.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
destructeur, meurtrier.
Étymologie: ὄλλυμι.

English (Autenrieth)

ῆοος: destroyer, Il. 18.114†.

Greek Monotonic

ὀλετήρ: -ῆρος, ὁ (ὄλλυμι), καταστροφέας, φονιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. ὀλέτειρα, σε Βάβρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλετήρ: ῆρος ὁ (по)губитель, убийца (φίλης κεφαλῆς Hom.).