ὀκριάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(5)
(1ba)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκριάομαι:''' Παθ. ([[ὄκρις]]), [[γίνομαι]] [[τραχύς]] ή [[γεμάτος]] προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὀκριάομαι:''' Παθ. ([[ὄκρις]]), [[γίνομαι]] [[τραχύς]] ή [[γεμάτος]] προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀκριάομαι]], [[ὄκρις]]<br />Pass. to be made [[rough]] or [[jagged]]: metaph. to be exasperated, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]] Od.
}}
}}

Revision as of 04:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκρῐάομαι Medium diacritics: ὀκριάομαι Low diacritics: οκριάομαι Capitals: ΟΚΡΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: okriáomai Transliteration B: okriaomai Transliteration C: okriaomai Beta Code: o)kria/omai

English (LSJ)

Pass., (ὄκρις)

   A to be made rough or jagged : metaph., πανθυμαδὸν ὀκριόωντο they grew furiously angry with each other, Od.18.33 ; ὠκριωμένος enraged, Lyc.545.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκριάομαι: Παθ., (ὄκρις) γίνομαι τραχὺς ἢ πλήρης ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἄκρα πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ κυρίως ὁ τραχὺς λίθος» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, πλήρης ὀργῆς, Λυκόφρ. 545.

Greek Monotonic

ὀκριάομαι: Παθ. (ὄκρις), γίνομαι τραχύς ή γεμάτος προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὀκριάομαι, ὄκρις
Pass. to be made rough or jagged: metaph. to be exasperated, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο Od.