ὀκριάομαι: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(5) |
(1ba) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀκριάομαι:''' Παθ. ([[ὄκρις]]), [[γίνομαι]] [[τραχύς]] ή [[γεμάτος]] προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὀκριάομαι:''' Παθ. ([[ὄκρις]]), [[γίνομαι]] [[τραχύς]] ή [[γεμάτος]] προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀκριάομαι]], [[ὄκρις]]<br />Pass. to be made [[rough]] or [[jagged]]: metaph. to be exasperated, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]] Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
Pass., (ὄκρις)
A to be made rough or jagged : metaph., πανθυμαδὸν ὀκριόωντο they grew furiously angry with each other, Od.18.33 ; ὠκριωμένος enraged, Lyc.545.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκριάομαι: Παθ., (ὄκρις) γίνομαι τραχὺς ἢ πλήρης ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἄκρα πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ κυρίως ὁ τραχὺς λίθος» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, πλήρης ὀργῆς, Λυκόφρ. 545.
Greek Monotonic
ὀκριάομαι: Παθ. (ὄκρις), γίνομαι τραχύς ή γεμάτος προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὀκριάομαι, ὄκρις
Pass. to be made rough or jagged: metaph. to be exasperated, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο Od.