οἰκότως: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκότως:''' Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του [[οἰκώς]] (αντί [[ἐοικώς]]), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''οἰκότως:''' Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του [[οἰκώς]] (αντί [[ἐοικώς]]), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκότως:''' adv. ион. = [[ἐοικότως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. for ἐοικότως,
A reasonably, probably, Hdt.2.25, 7.50.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκότως: Ἰων. ἀντὶ ἐοικότως, ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ οἰκὼς (ἀντὶ ἐοικώς), λογικῶς, πιθανῶς, Ἡρόδ. 2. 25., 7. 50.
French (Bailly abrégé)
adv.
ion. c. ἐοικότως.
Greek Monolingual
οἰκότως (Α)
(επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)].
Greek Monotonic
οἰκότως: Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του οἰκώς (αντί ἐοικώς), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκότως: adv. ион. = ἐοικότως.